αδόξαστος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀδόξαστος <α- στερητ. + δοξάζω + κατάλ. -τος], αδόξαστος· ο διάβολος (που είναι ανάξιος να δοξάζεται) και χρησιμοποιείται πάντα ως βρισιά·
- γαμώ τον αδόξαστό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τον αδόξαστό μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τυχαίνουν;». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου, λ. γαμώ. (Ακολουθούν 11 φρ.)·  
- γαμώ τον αδόξαστό σου! ή σου γαμώ τον αδόξαστο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ τον αδόξαστό σου, τι σου φταίω και δε μ’ αφήνεις να κοιμηθώ τα μεσημέρια! || στο γαμώ τον αδόξαστο αν ξανακάνεις φασαρία!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- μου βγαίνει ο αδόξαστος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «εσύ κάθεσαι μια χαρά στο γραφείο σου κι εμένα μου βγαίνει ο αδόξαστος κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει ο αντίθεος / μου βγαίνει ο αντίχριστος·
- τον αδόξαστό μου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αδόξαστό μου. Συνών. τον αντίθεό μου! / τον αντίχριστό μου(!)·
- τον αδόξαστό σου! (ενν. γαμώ), (υβριστικά) έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου: «τον αδόξαστό σου, βγάλε επιτέλους το σκασμό να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι μου!». Συνών. τον αντίθεό σου! / τον αντίχριστό σου(!)·
- του αλλάζω τον αδόξαστο, βλ. φρ. του βγάζω τον αδόξαστο. Συνών. του αλλάζω τον αντίθεο / του αλλάζω τον αντίχριστο·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε τον αδόξαστο η γυναίκα του με την γκρίνια της || του ’βγαλα τον αδόξαστο μέχρι να του υπογράψω τα συμβόλαια». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού, όπου ο δαιμονισμένος υποφέρει πάρα πολύ μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αντίθεο / του βγάζω τον αντίχριστο·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο, α. τον καταξευτελίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή δεν του επέστρεφε τα δανεικά που του είχε δώσει, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον αδόξαστο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις είδε ο πατέρας του πως ήταν πάλι μεθυσμένος, του γάμησε τον αδόξαστο || έτσι θυμωμένος όπως ήταν, τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τον αδόξαστο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του χέζω τον αδόξαστο, τον επιπλήττω αυστηρά: «καθέναν που αργεί το πρωί στη δουλειά του, τον φωνάζει ο διευθυντής στο γραφείο του και του χέζει τον αδόξαστο». Συνών. του χέζω τον αντίθεο / του χέζω τον αντίχριστο.